175 χρόνια από τη συγγραφή του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος


Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» υπήρξε προϊόν των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν στον κόσμο 175 χρόνια πριν, όταν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής εδραιώνονταν και γνώριζαν καλπάζουσα ανάπτυξη.

Μετά την ίδρυση της «Ένωσης των Δικαίων» από Γερμανούς πολιτικούς εξόριστους το 1836-1837 ως μια πρώτη προσπάθεια πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, οι Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς έλαβαν την πρωτοβουλία για αναδιοργάνωση της «Ε.Δ.» και μετονομασίας της σε «Ένωση Κομμουνιστών».

Το 2ο συνέδριο της Ένωσης Κομμουνιστών πήρε την απόφαση το 1847 να αναθέσει στους δύο Γερμανούς φιλόσοφους να επεξεργαστούν το πρόγραμμα της Ένωσης. Έτσι προέκυψε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ως η θεωρητική και πολιτική καθοδήγηση της.

Ο καπιταλισμός, μέσα στις τότε ιστορικές συνθήκες και διαδεχόμενος τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, θεωρείτο ως ένα πιο προοδευτικό σύστημα, σε σύγκριση με το προηγούμενο. Το νέο αυτό οικονομικό σύστημα εδραίωσε την κυριαρχία του κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Αγγλία. Μέσω της μεγάλης τεχνολογικής ανάπτυξης που προέκυψε έπειτα από τη βιομηχανική επανάσταση, όπως επίσης και των επιστημονικών και μηχανικών ανακαλύψεων της εποχής, οι παραγωγικές δυνάμεις βοηθήθηκαν σε μεγάλο βαθμό αφού παρατηρήθηκε έντονη συρροή εργατών στα αστικά βιομηχανικά κέντρα και η οικονομία σημείωσε σημαντικά βήματα προόδου.

Όμως οι ανισότητες δεν εξαλείφθηκαν σε καμία περίπτωση από την ανάπτυξη του καινούριου, πιο «προοδευτικού» συστήματος. Αντιθέτως, συνεχίστηκε η παράδοση του προηγούμενου συστήματος παραγωγής, δηλαδή η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και της μεγάλης μερίδας της κοινωνίας από τους λίγους αστούς που κατείχαν τα μέσα παραγωγής.

Αυτή η συνεχιζόμενη κοινωνική αδικία ώθησε τους λιγότερο ευνοημένους και τους αδικημένους να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Στις χώρες όπου ο καπιταλισμός γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη, σημειωθήκαν εξεγέρσεις για διεκδίκηση των αιτημάτων του λαού, όπως το κίνημα των Χαρτιστών στην Αγγλία και οι εξεγέρσεις των υφαντουργών στη Λυών της Γαλλίας κατά τις δεκαετίες του 1830 και του 1840. Πλέον η εργατική τάξη είχε δείξει ότι εισερχόταν στο προσκήνιο του ιστορικού γίγνεσθαι και δεν περιοριζόταν σε παθητικό ρόλο. Τουναντίων, είχε ξεκινήσει η διεκδίκηση των αιτήματων της, ωστόσο απουσίαζε εκείνη η πολιτική δύναμη που θα καθοδηγούσε αυτούς τους αγώνες.

Παράλληλα με την ανάπτυξη του βιομηχανικού κεφαλαίου, ήρθαν στο προσκήνιο και ομάδες φιλοσόφων και άλλων «φωτισμένων» ανθρώπων οι οποίοι ασκούσαν κριτική στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση λόγου χάρη, αυτή η κριτική πήρε τη μορφή του «ουτοπικού σοσιαλισμού» και αναπτύχθηκε ένα σύστημα ιδεών που εδραζόταν στην αντίληψη ότι η αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου του λαού, η τεχνολογική ανάπτυξη, η ηθική ανάπλαση των ανθρώπων και η ορθολογική οργάνωση της παραγωγής και της κοινωνίας, αρκούσαν από μόνες τους για να εξαφανίσουν τις κοινωνικές ανισότητες.

Αυτό όμως, απήχε κατά κόρον από την πραγματικότητα. Οι δύο φιλόσοφοι, Μαρξ και Ένγκελς, είδαν με διαύγεια πέρα από τον ουτοπισμό των συγκεκριμένων σοσιαλιστών και έθεσαν το ζήτημα της οργάνωσης της εργατικής τάξης και της πάλης ενάντια στο εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα, σε καινούρια και επιστημονική βάση.

Ωστόσο, τα όσα αναφέρονται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο από τους Μαρξ και Ένγκελς, δεν μπορούν να υλοποιηθούν αν πρώτα απ’ όλα δεν αναλάβει τον ιστορικό της ρόλο η εργατική τάξη. Όπως έγραψαν: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε. Δεν έχετε τίποτα να χάσετε παρά μόνο τις αλυσίδες σας».

Τα σημερινά καθήκοντα της εργατικής τάξης

Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο κατ’ επέκταση, αποτελεί προϊόν για σκοπούς σκιαγράφησης πολιτικού προγράμματος και ως τέτοιο, τα μηνύματα του είναι συμπυκνωμένα και καταπιάνονται με σειρά από ζητήματα. Μερικά από αυτά είναι η περιγραφή των συνθηκών της εποχής και οι δυναμικές που δημιουργούνται για το μέλλον, οι στόχοι και οι σκοποί του κινήματος και άλλα. Στο κείμενο αυτό θα μας απασχολήσει το κομμάτι του βιβλίου που άπτεται στα καθήκοντα των κομμουνιστών.

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι κομμουνιστές πρέπει να δράσουν μπορείτε να το διαβάσετε στα προηγούμενα κείμενα. Για καλύτερη συνοχή εδώ παραθέτουμε ακροθιγώς τις γενικές τάσεις που αυτό (το πλαίσιο) ανάλυσαν ο Μαρξ και Ένγκελς. Βασικότερο όλων είναι ότι η ιστορία εξελίσσεται μέσα από το πέρασμα από το ένα οικονομικό σύστημα («κατώτερο», π.χ. φεουδαρχία) σε ένα «ανώτερο» (π.χ. ο καπιταλισμός) και αυτό γίνεται όταν οι παραγωγικές δυνάμεις εξελιχθούν σε τέτοιο βαθμό που οι σχέσεις παραγωγής του οικονομικού συστήματος τις περιορίζουν.  Βασική κινητήρια δύναμη της ιστορίας  είναι η πάλη των τάξεων, σε κάθε ιστορική βαθμίδα, όπου η ανερχόμενη τάξη γκρεμίζει τις προηγούμενες σχέσεις παραγωγής και τις θέτει στο ανώτερο στάδιο.

Η τάξη η οποία στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας χαρακτηρίζεται ως η ανερχόμενη, άρα ο επαναστατικός φορέας της αλλαγής, είναι η εργατική τάξη – οι εργαζόμενοι. Αυτοί που δεν έχουν ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής αλλά τα χειρίζονται, παράγωντας με αυτόν τον τρόπο υπεραξία από την οποία ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, ο εργοδότης-ο αστός δημιουργεί το κέρδος του. Έτσι στην καπιταλιστική οικονομία υπάρχουν δύο κύριες κοινωνικές τάξεις που βρίσκονται σε αντίθεση. Για να λυθεί η αντίθεση και να εξελιχθεί η κοινωνία στο σύνολό της σε νέα βαθμίδα ανάπτυξης, αυτή της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής, σε επίπεδο οικονομίας, η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από ατομική, πρέπει να περάσει σε κοινωνική.

«Οι κομμουνιστές εργάζονται παντού για την σύνδεση και τη συνεννόηση των δημοκρατικών κομμάτων όλων των χωρών».

Προτεραιότητα είναι η συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης ως τέτοιας. Καθήκον των κομμουνιστών, ως το πιο συνειδητό, πρωτοπόρο και επαναστατικό κομμάτι αυτής της τάξης είναι να οργανώνουν και να συμμετέχουν ενεργά μέσα στην διαδικασία συνειδητοποίησης των εργαζομένων ως τάξη, θέτοντας μπροστά τα κοινά συμφέροντα, την κοινή εκμετάλλευση που υφίστανται και αποκρυσταλλώνοντας τον κοινό εχθρό.

Την ίδια ώρα έχουν σκοπό να καθοδηγούν τους αγώνες της τάξης τους, συμμετέχοντας ως πρωτοπόροι αγωνιστές και όχι ως καθηγητές καθέδρας. Οι αγώνες αυτοί δεν περιορίζονται μόνο στον στρατηγικό στόχο, που είναι η οικοδόμηση σε άλλη οικονομική βάση της κοινωνίας. Αντίθετα είναι ταυτόχρονα αγώνας για τα άμεσα, τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, αγώνας για τη δημοκρατία, για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και τέλος της οικονομικής εξουσίας. Για το σκοπό αυτό, οι κομμουνιστές πρέπει να θέτουν ανοικτά τους σκοπούς τους, στηριγμένοι πάντα στη θεωρητική επεξεργασία που τους  καθιστά (αυτούς τους σκοπούς) όχι ευσεβής πόθους αλλά ιστορικές αναγκαιότητες.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, στο βαθμό που η πάλη είναι για τα άμεσα, σε τακτικό επίπεδο, οι κομμουνιστές συμμαχούν με δυνάμεις που στο παρόν στάδιο έχουν σε κάποιο βαθμό κοινούς ή συνιστώντας στόχους.

«Στη Γαλλία, οι κομμουνιστές τάσσονται με το σοσιαλιστικό-δημοκρατικό κόμμα ενάντια στη συντηρητική και ριζοσπαστική αστική τάξη, χωρίς όμως να παραιτηθούν από τo δικαίωμα να κριτικάρουν τις φράσεις και τις αυταπάτες που έχουν την προέλευσή τους στην επαναστατική παράδοση» […] Στη Γερμανία, κάθε φορά που η αστική τάξη εκδηλώνεται επαναστατικά, το κομμουνιστικό κόμμα παλεύει μαζί με την αστική τάξη ενάντια στην απόλυτη μοναρχία, ενάντια στη φεουδαρχική γαιοκτησία και το μικροαστισμό».

Ο σκοπός είναι να αποκομίσουν νίκες για τους εργαζόμενους, να πολιτικοποιήσουν το κλίμα και τις μάζες αυξάνοντας τη συνειδητότητα τους σαν ενιαία τάξη και την όξυνση των συνθηκών με την αστική τάξη. Την ίδια ώρα θα πρέπει να παραμένουν πιστοί στον στρατηγικό σκοπό της επαναστατικής διαδικασίας και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, ορίζοντας πάντα ξεκάθαρα τον ταξικό εχθρό . Για να γίνει αυτό είναι απαραίτητο να διατηρούν την αυτοτέλεια τους.

Είναι ξεκάθαρο ότι πέρα από τη σύγκρουση με τον άμεσο ταξικό εχθρό, είναι απαραίτητη η ιδεολογική πάλη με αντιλήψεις και πρακτικές που γίνεται προσπάθεια να εισαχθούν στους εργαζομένους και είναι ξένες προς τα συμφέροντα τους.

Όπως αναφέραμε και πριν, οι Μαρξ και Ένγκελς εστιάζουν στις δύο βασικές τάξεις, η πάλη μεταξύ των οποίων θα λύσει τη σημερινή αντίθεση που χαρακτηρίζει το καπιταλιστικό σύστημα και θα ανοίξει την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στα πλαίσια του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Έτσι, περιέγραφαν οι κλασικοί στο κεφάλαιο «σε κάθε Έθνος», υπάρχουν δύο «έθνη»: αυτό που καταπιέζει και αυτό που καταπιέζεται. Σε αυτό που καταπιέζει, η κυρίαρχη τάξη του προσπαθεί να αναγάγει το συμφέρον της σε εθνικό και ενιαίο συμφέρον, δήθεν όλου του λαού.

«Η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στη μορφή, είναι στην αρχή εθνική. Φυσικά το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει, πριν απ’ όλα με τη δική του αστική τάξη».

Γίνεται ξεκάθαρο, ιδιαίτερα στις μέρες μάς, ότι και οι δήθεν διαφορές του «Α» με το «Β» έθνος ή κράτους δεν είναι άλλες από τις διαφορές της αστικής τάξης του «Α» έθνους ή κράτους με του «Β».

Το «έθνος» που καταπιέζεται υφίσταται την ίδια εκμετάλλευση όπως όλα τα έθνηα στα πλαίσια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Επομένως οι εργαζόμενοι πέραν της πάλης στη δική τους χώρα  θα πρέπει να βρίσκονται σε συντονισμένη και αλληλέγγυα δράση με τα αλλά «έθνη» που καταπιέζονται σε άλλες χώρες,  αφού δεν ταυτίζονται με τα ληστρικά συμφέροντα της «δικής τους» αστικής τάξης. Αντίθετα, έχουν τον ίδιο ταξικό εχθρό και στρατηγικό στόχο. Ο Διεθνισμός έχει κεντρικό χαρακτήρα στη δράση των κουμουνιστών.

Κλείνοντας θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τη χρήση των βασικών εργαλείων της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεωρίας και ιδιαίτερα την υλιστική διαλεκτική προσέγγιση.  Πρέπει να προσεγγίζουμε τα φαινόμενα στην ιστορική τους συγκυρία και μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες τους.

«Οι κομμουνιστές υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνημα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση».

Τίποτα δεν είναι στατικό και ξεκομμένο από το άλλο.  Έτσι, ούτε και τα καθήκοντα όπως περιγράφονται πιο πάνω δεν στέκουν μόνα και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Η πάλη για τα «άμεσα» αναπτύσσει το βαθμό συνηδιτότητας της εργατικής τάξης και των εργαζομένων. Όσο περισσότερο οι εργαζόμενοι αυτοσυνειδητοποιούνται ως τέτοιοι, τόσο πιο οξυμένοι γίνονται οι αγώνες αυτοί.  Την ίδια ώρα επιφέρει ποσοτικές αλλαγές που κάνουν πιο εφικτή την ποιοτική αλλαγή, το επαναστατικό άλμα.

Η σπουδαιότητα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου γίνεται περισσότερο αντιληπτή, αν αναλογιστούμε τα γεγονότα που ενέπνευσε, τους σταθμούς στη λαϊκή και εργατική ιστορία που επηρεάστηκαν από τα μηνύματα του βιβλίου και τον πολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό αντίκτυπο που είχε στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Κυριολεκτικά, τα χρόνια που ακολούθησαν τη συγγραφή και δημοσίευση του βιβλίου και τη διάδοση των επαναστατικών ιδεών των Μαρξ και Ένγκελς για τον ρόλο και τα καθήκοντα του κομμουνιστικού κόμματος, βρίσκουμε διάσπαρτα στην ιστορία, γεγονότα μεγαλειωδών λαϊκών κινητοποιήσεων και επαναστάσεων. Το περιεχόμενο του βιβλίου, έδωσε το έναυσμα στους κομμουνιστές και στην εργατική τάξη ευρύτερα, να αντιληφθούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο τους μέσα στην κοινωνία.

Το πρώτο παράδειγμα συνειδητότητας της εργατικής τάξης και οργάνωσης της με σκοπό την εγκαθίδρυση εργατικής-λαϊκής εξουσίας, ήταν η Κομμούνα του Παρισιού το 1871. Η Κομμούνα γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του Γαλλο-Πρωσσικού πολέμου και το προλεταριάτο για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας κατάφερε να πάρει, έστω για μικρό χρονικό διάστημα, την εξουσία στα χέρια του. Ο γαλλικός εξεγερμένος λαός μπροστά στην οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση και στην εθνική ταπείνωση του πολέμου, κατέλαβε το Δημαρχείο του Παρισιού και ύψωσε την κόκκινη σημαία. Στις 28 Μαρτίου εκλέχθηκε πανηγυρικά η Παρισινή Κομμούνα, η οποία διήρκησε μόλις 70 ημέρες αλλά πρόσφερε στο παγκόσμιο προλεταριάτο σημαντικά διδάγματα, που φωτίζουν μέχρι σήμερα τη θεωρία και τη δράση του.

«Μας κατηγορείτε, λοιπόν, γιατί θέλουμε να καταργήσουμε μιαν ιδιοκτησία που προϋποθέτει σαν όρο την έλλειψη της ιδιοκτησίας για την τεράστια πλειοψηφία της κοινωνίας».

Το πιο λαμπρό παράδειγμα της δύναμης της εργατικής τάξης με τους κομμουνιστές στην εμπροσθοφυλακή των αγώνων της, έλαβε χώρα στη Τσαρική Ρωσία το 1917 με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Το βράδυ της 25ης του Οκτώβρη 1917, 7 του Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο, ο Βλαντιμίρ Ιλίτς Λένιν ανεβαίνοντας στο βήμα του Δευτέρου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ διακήρυξε: «Η σοσιαλιστική επανάσταση για την οποία πάντα μιλούσαν οι Μπολσεβίκοι, έχει συντελεστεί!» Η δήλωση εκείνη ήταν η ληξιαρχική πράξη της γέννησης μιας νέας εποχής για τον κόσμο ολόκληρο. Της εποχής του περάσματος της ανθρωπότητας από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Η επανάσταση απελευθέρωσε την εργατική τάξη από τα δεσμά της εκμετάλλευσης. Άνοιξε τον δρόμο για την κάλυψη των αναγκών του λαού και την παραπέρα καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου, για δημόσια δωρεάν ιατρική περίθαλψη και παιδεία για όλους, για παροχή κατοικίας στο σύνολο του λαού, για πλήρη πρόσβαση στην πνευματική και πολιτιστική δημιουργία, για την ανύψωση του ρόλου της γυναίκας. Η επανάσταση στη Ρωσία και η δημιουργία του πρώτο εργατο-αγροτικού κράτους στην ιστορία της ανθρωπότητας, ήταν η τρανή επιβεβαίωση των γραφόμενων του Μαρξ και του Ένγκελς στο Μανιφέστο:

«Οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρος».

Η φλόγα της Οκτωβριανής Επανάστασης μεταλαμπαδεύτηκε και στη Γερμανία με την Εξέγερση των Σπαρτακιστών το 1918. Ο γερμανικός λαός που μέτρησε εκατόμβες νεκρών και έζησε την οικονομική εξαθλίωση ως απότοκο του ιμπεριαλιστικού Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ξέσπασε σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Οι αντιδράσεις πήραν γρήγορα διαστάσεις, γύρω από τις οποίες συσπειρώθηκαν εκατομμύρια στρατιώτες και εργάτες σε ολόκληρη τη χώρα. Καθοδηγητές των λαϊκών διαμαρτυριών ήταν οι «Σπαρτακιστές», με ηγέτες τους κομμουνιστές Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ. Σε πολλές γερμανικές πόλεις δημιουργήθηκαν επαναστατικοί πυρήνες και σοβιέτ, προβάλλοντας εργατικά και αντιπολεμικά συνθήματα. Ωστόσο, έπειτα από την προδοτική σύμπραξη των ηγετών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, μέσα στο οποίο δρούσε σαν φράξια η «Ένωση Σπάρτακος», μαζί με την αστική τάξη και μερίδα αντιδραστικών αξιωματούχων, η αντεπανάσταση ανασυγκροτήθηκε και εξαπέλυσε αντεπίθεση εναντίων του εξεγερμένου λαού. Η προδοσία των σοσιαλδημοκρατών ωρίμασε την αντικειμενική ανάγκη για δημιουργία ενός αυτοτελούς και μαχητικού κομμουνιστικού κόμματος στη χώρα, το οποίο θα αποτελεί τον γνήσιο εκφραστή των συμφερόντων του γερμανικού λαού. Οι Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ ηγήθηκαν αυτής της προσπάθειας, αλλά η αντεπαναστατική δράση που έσφιγγε απειλητικά τον κλοιό εναντίων των πρωτοπόρων αγωνιστών του κομμουνιστικού κινήματος, κατάφερε λίγους μήνες αργότερα να συλλάβει τους δύο λαογέννητους ηγέτες. Στις φυλακές του επιτελείου της μεραρχίας ιππικού, αξιωματικοί δολοφόνησαν τους Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ακόμη μια φορά, παρά το τραγικό αποτέλεσμα της εξέγερσης των Σπαρτακιστών, τα όσα έγραφαν χρόνια πριν οι Μαρξ-Ένγκελς, επιβεβαιώνονταν. Μόνο το κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να καθοδηγήσει τις λαϊκές μάζες στον δρόμο της εξέγερσης και της απελευθέρωσης του από τα δεσμά της οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης που συνεπάγεται ο καπιταλισμός.

Οι Μαρξ και Ένγκελς μέσα από το Μανιφέστο, σκιαγράφησαν τα βασικά καθήκοντα του κομμουνιστικού κόμματος ως η εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης. Οπλισμένο με την πρωτοπόρα κομμουνιστική θεωρία, το Κόμμα αποτελεί το επαναστατικό υποκείμενο της κοινωνίας. Η γνώση της κοινωνικής εξέλιξης και των υλικών όρων της παραγωγής, σε συνδυασμό με την αντίληψη της ανάγκης για οργάνωση των μαζών, επιβάλλουν στο Κόμμα τον καθοδηγητικό του χαρακτήρα – το ορίζουν ως την καρδιά και το μυαλό της εργατικής τάξης, ως το μοναδικό κομμάτι της κοινωνίας, ικανό να πρωταγωνιστήσει στον αγώνα για σύγκρουση με τον ιστορικά ξεπερασμένο καπιταλισμό.

Σε αυτή του την πορεία, το κομμουνιστικό κόμμα δεν ακολουθεί ένα μοναχικό, ξέχωρό από την υπόλοιπη κοινωνία, δρόμο. Αντιθέτως, οι κομμουνιστές αποτελούν ακρογωνιαίο συστατικό της κοινωνίας και της οικονομικής παραγωγής – συμμετέχουν, πρωταγωνιστούν και επιδρούν στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής τους.

Η δράση τους ξεπερνά τα όρια της απλής θεωρητικολογίας και αναπτύσσει μια πλατιά παρέμβαση στα κοινωνικά τεκταινόμενα. Ακόμη και όταν οι συνθήκες δεν επιβάλλουν το άμεσο καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης, οι κομμουνιστές δεν παύουν να προτάσσουν τις καθημερινές ανάγκες και τα μικρά και μεγάλα αιτήματα των εργαζομένων. Δεν σταματούν να έχουν στην προμετωπίδα του αγώνα τους την καλυτέρευση των υλικών συνθηκών διαβίωσης της κοινωνίας. Όπως ακραιφνώς περιγράφουν οι δύο θεωρητικοί:

«Αγωνίζονται για την επίτευξη των άμεσων σκοπών και συμφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά στο σημερινό κίνημα εκπροσωπούν ταυτόχρονα και τo μέλλον του κινήματος».

Ακριβώς γι’ αυτό τον βαθιά ριζοσπαστικό χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος, η μαρξιστικη κοσμοθεωρία συνεχίζει μέχρι σήμερα να δέχεται τόνους λάσπης και αμφισβήτησης. Την επικαιρότητα του Σοσιαλισμού-Κομμουνισμού και την αναγκαιότητα του στις σημερινές συνθήκες που βιώνει η ανθρωπότητα όμως, δεν θα την κρίνουν οι λογής πολέμιοι του, πόσο μάλλον, τα αυθαίρετα και παραπλανητικά συμπεράσματα τους. Την επικαιρότητα της, την έχει ήδη κρίνει η αντικειμενική εξέλιξη της ιστορίας και η καθημερινή ζωή.

Ο καπιταλισμός παραμένει καπιταλισμός. 175 χρόνια από τη μέρα που οι θεωρητικοί μας περιέγραψαν τα καθήκοντα του κομμουνιστικού κόμματος, η εργατική τάξη συνεχίζει να κινεί την οικονομική παραγωγή, συνεχίζει να παράγει υπεραξία την οποία καρπώνονται όσοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής και οι αντιθέσεις εργασίας-κεφαλαίου έχουν οξυνθεί σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Την ίδια ώρα, οι πληθωριστικές τάσεις εξακολουθούν να συμπιέζουν τα μεσαία και ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα προς τα κάτω, το δίχτυ της κοινωνικής και εργασιακής προστασίας εξαφανίζεται, ενώ ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, σε όλο τον κόσμο, ωθούνται στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης.

«Το μικρό αυτό βιβλιαράκι αξίζει ολόκληρους τόμους. Με το πνεύμα του ζει και κινείται ως τώρα ολόκληρο το οργανωμένο και μαχόμενο προλεταριάτο». – Βλαδιμίρ Λένιν

Μπροστά σε αυτή τη σύγχρονη βαρβαρότητα, εμφανίζεται στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα ένα θεμελιακό δίλημμα: η διατήρηση των υφιστάμενων αποπνικτικών όρων διαβίωσης ή ο αγώνας για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, παράλληλα με τη δημιουργία των συνθηκών για την οικοδόμηση μιας πιο δίκαιης κοινωνίας.

Οι Μαρξ και Ένγκελς ανέλυσαν τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού και κληρονόμησαν στην ανθρωπότητα έναν επιστημονικό πλούτο κατανόησης του τρόπου λειτουργίας του. Ταυτόχρονα, σκιαγραφόντας τον ρόλο της μαχητικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης -του κομμουνιστικού κόμματος- φώτισαν τον δρόμο προς την απαλλαγή της κοινωνίας από τις σάπιες καπιταλιστικές δομές.

Αποκάλυψαν την ακτινοβολούσα διέξοδο της ανθρωπότητας προς το μέλλον: τον Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό.