Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ραγδαία ανάπτυξη στον τομέα της τεχνολογίας και των πληροφοριών. Συχνά, η τεχνολογία ως δύναμη που διαπερνά κάθε πτυχή της σύγχρονης ζωής, παρουσιάζεται από το κυρίαρχο αφήγημα ως ουδέτερο μέσο προόδου και ευημερίας. Μελετώντας, ωστόσο σε περισσότερο βάθος το φαινόμενο της τεχνολογικής ανάπτυξης και των συνεπειών που έχει στην κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική διαπιστώνουμε ότι στα πλαίσια του καπιταλισμού, η λειτουργία της τεχνολογίας εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων: την κυριαρχία του κεφαλαίου, τη συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας στα χέρια των λίγων και την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των πολλών. Παράλληλα, η ολιγαρχία των τεχνολογικών κολοσσών διαθέτει, μέσω της τεχνολογίας πλέον και περισσότερα μέσα για να επεμβαίνει και να επηρεάζει την ίδια την πολιτική και τη δημοκρατία.
ΑΠΌ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΤΟ ΚΕΡΔΟΣ
Στο σύστημα του σύγχρονου καπιταλισμού, η τεχνολογία δεν αναπτύσσεται με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες, αλλά με βάση τη λογική της αγοράς και της κερδοφορίας, όπως κάθε άλλο εμπόρευμα. Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες επενδύουν δισεκατομμύρια στην έρευνα και την καινοτομία, αλλά η κατεύθυνση της εν λόγω ανάπτυξης σχεδιάζεται πάντα με γνώμονα την αύξηση του κέρδους των εταιρειών.
Επιπλέον, η ίση πρόσβαση σε βασικά αγαθά, όπως η υγεία και η εκπαίδευση εξαρτάται πολλές φορές από τεχνολογικά μέσα, τα οποία είναι διαθέσιμα ανάλογα με την αγοραστική δύναμη και όχι τις κοινωνικές ανάγκες. Τα τεχνολογικά μέσα, ακολουθώντας πλήρως τους νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής και της ελεύθερης αγοράς αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα και οι πολίτες που τα χρησιμοποιούν και τα έχουν ανάγκη αντιμετωπίζονται ως απλοί πελάτες.
Επίσης, τα τεχνολογικά μέσα χρησιμοποιούνται πλέον κατά κόρο για την εντατικοποίηση της εργασιακής εκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, αναπτύσσονται διάφορα λογισμικά τα οποία χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της «παραγωγικότητας» των εργαζομένων, ακολουθώντας την τεϋλοριστική προσέγγιση στην παραγωγή, παραλείποντας τον ρόλο του μισθωτού επόπτη.
Επιπρόσθετα, τα τεχνολογικά ευρήματα και οι αυτοματισμοί, αντί να συμβάλουν στη μείωση του χρόνου της απαιτούμενης εργασίας, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά με γνώμονα την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαιοκράτη, οδηγώντας συχνά και σε μαζικές απολύσεις εργαζομένων.
ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΘΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΑΜΕΣΟ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΟ ΚΕΡΔΟΣ
Η βιομηχανική και ψηφιακή τεχνολογία παράγει τεράστια περιβαλλοντικά αποτυπώματα: κατασκευαστικές βιομηχανίες, κέντρα δεδομένων, εξόρυξη σπάνιων μετάλλων, χρήση τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας. Η ανάγκη για γρήγορη απόσβεση των επενδύσεων και η άμεση κερδοφορία παραγκωνίζει, λοιπόν, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και την προστασία του περιβάλλοντος. Σπάνια, με εξαίρεση πιλοτικά περιβαλλοντικά προγράμματα δημόσιας εικόνας, τίθενται όρια στις εκπομπές ρύπων, στην κατανάλωση ενέργειας και στην ανακύκλωση υλικών. Οι εθνικές πολιτικές, ωστόσο, δεν καθοδηγούνται καθεαυτές από τις πραγματικές οικολογικές ανάγκες, αλλά από την πίεση των ιδιωτικών συμφερόντων.
Εδώ αναδύεται μια θεμελιώδης αντίθεση: η τεχνολογία υπό τον έλεγχο του κεφαλαίου προτάσσει το κέρδος, την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ανάπτυξη, αλλά αυτό συμβαίνει θυσιάζοντας το περιβάλλον και το ίδιο μας το μέλλον. Η οικολογική κρίση, όμως απειλεί όλους τους τομείς – από τις πιο ευπαθείς σε φυσικές καταστροφές περιοχές, μέχρι την ίδια τη διεθνή οικονομία. Η απάντηση σε αυτή την αντίθεση δεν μπορεί να είναι απλώς η «πράσινη επιχειρηματικότητα», αλλά ένας ριζικός επανασχεδιασμός των προτεραιοτήτων και των σκοπών της τεχνολογικής ανάπτυξης.
ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ
Φαινομενικά, οι ψηφιακές πλατφόρμες προβάλλονται ως εργαλεία «πολυφωνίας», αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν εργαλεία προώθησης συγκεκριμένων ιδεών που εξυπηρετούν τα συμφέροντα και τα κέρδη των μονοπωλίων και του ίδιου του συστήματος.
Οι αλγόριθμοι κατάταξης περιεχομένου (ranking algorithms) φροντίζουν να προωθούν ό,τι αυξάνει το engagement – δηλαδή τις διαφημιστικές ευκαιρίες και την παραμονή του χρήστη στον χώρο, αφήνοντας δηλαδή στην «απ’ έξω» τις φωνές που δεν «πουλούν» ή αντιβαίνουν στο κυρίαρχο ιδεολόγημα. Συγχρόνως, η ίδια η παρεμβατική σχεδίαση των πλατφόρμων και το A/B testing που γίνεται, κατευθύνει τους χρήστες σε περιεχόμενο που αυξάνει την κερδοφορία της πλατφόρμας.
Ως αποτέλεσμα δημιουργούνται echo chambers, δηλαδή οι χρήστες εκτίθενται κυρίως σε απόψεις που επιβεβαιώνουν τις ήδη υπάρχουσες πεποιθήσεις τους, πράγμα που ενισχύει τις κοινωνικές διαιρέσεις και τη ριζοσπαστικοποίηση.
Επίσης, οι οικονομικά ισχυροί έχουν τη δυνατότητα προώθησης των δικών τους ιδεολογιών και πολιτικών προτάσεων μέσω πληρωμένων διαφημίσεων και post στις ψηφιακές πλατφόρμες.
Επιπλέον, το shadowbanning και to filtering έχουν ως αποτέλεσμα ορισμένες φωνές να «υποβαθμίζονται» ή να εξαφανίζονται χωρίς καμία διαφάνεια και χωρίς δυνατότητα προσφυγής. Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε ιδιαίτερα στην πλατφόρμα «X» (πρώην Twitter), αφού εξαγοράστηκε από τον Elon Musk, ο οποίος υποσχόταν «περισσότερη ελευθερία του λόγου», αλλά τελικά κατέληξε να αποσιωπεί κάθε φωνή που ασκούσε κριτική στον ίδιο και την ιδεολογία του. Η ελευθερία του λόγου περιορίζεται, λοιπόν, στα όρια της εμπορικής εκμετάλλευσης.
Το σκάνδαλο της Cambridge Analytica αποκαλύπτει μέχρι πιο σημείο αυτές οι πρακτικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στρατηγικούς σκοπούς και εις βάρος του ίδιου του λαού. Με δεδομένα από 87 εκατομμύρια χρήστες του Facebookδημιουργήθηκαν ψυχολογικά προφίλ με στοχευμένες καμπάνιες που επηρέασαν το δημοψήφισμα του Brexit και τις αμερικανικές εκλογές του 2016. Αυτό απέδειξε ότι μέσα από τα «likes» και τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μπορούν όχι μόνο να προβλεφθούν, αλλά και να χειραγωγηθούν οι πολιτικές πεποιθήσεις των πολιτών.
Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ
Στον ψηφιακό καπιταλισμό του 21ου αιώνα, η πληροφορία δεν είναι απλώς γνώση – είναι εμπόρευμα, πηγή εξουσίας και κέρδους. Κάθε μας κλικ, αναζήτηση, like, αγοραστική συμπεριφορά καταγράφεται σε «δεξαμενές δεδομένων» (datalakes), αναλύεται με αλγόριθμους μηχανικής μάθησης και τίθεται προς πώληση σε διαφημιστές ή τρίτους φορείς. Ο χρήστης, αντί για πολίτης μετατρέπεται ο ίδιος σε «προϊόν» – ένα πακέτο χαρακτηριστικών που πωλείται στην υψηλότερη τιμή, χωρίς άμεση μισθολογική αντιπαροχή στον παραγωγό (χρήστη).
Παράλληλα, οι τεχνολογικές πολυεθνικές εταιρείες δημιουργούν μονοπωλιακές ψηφιακές επικράτειες μέσα στις οποίες όλα λειτουργούν με τους όρους τους. Οι χρήστες και οι μικροπωλητές είναι υποτελείς στα μονοπώλια αυτά. Επιπλέον, πολλές από αυτές τις εταιρείες, όπως η Google, η Microsoft και η SpaceX ελέγχουν κρίσιμες υποδομές, όπως τα datacenters, τα υποθαλάσσια καλώδια, δορυφόρους κλπ. και ως αποτέλεσμα καθορίζουν τους όρους πρόσβασης και χρήσης κρίσιμων ψηφιακών πόρων. Ακόμη και ολόκληρα κράτη καταλήγουν να εξαρτώνται από αυτές τις ιδιωτικές εταιρείες, δημιουργώντας «ψηφιακά προτεκτοράτα». Οι αποφάσεις για τον σχεδιασμό και την πρόσβαση στους πόρους αυτούς, λαμβάνονται σε εταιρικά συμβούλια και όχι σε δημοκρατικά εκλεγμένα σώματα. Αυτό το μονοπωλιακό καθεστώς μπορεί να οδηγήσει τόσο σε διακοπές κρίσιμων υπηρεσιών, όσο και σε πολιτικές εκβιασμού.
ΕΠΑΝΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΦΑΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (GIG ECONOMY)
Οι πλατφόρμες διαμοιρασμού (Uber, Wolt, e-food) διαφημίζουν την ευελιξία και την ανεξαρτησία του οδηγού ή διανομέα. Στην πραγματικότητα, όμως, προωθούν ένα νέο μοντέλο επισφάλειας.
Οι εργαζόμενοι δεν αναγνωρίζονται ως μισθωτοί, αλλά ως αυτοεργοδοτούμενοι, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να γλιτώνουν τις εργοδοτικές εισφορές και δικαιώματα (άδειες, κοινωνικές παροχές κοκ.). Επίσης, η αμοιβή των εργαζομένων βασίζεται αποκλειστικά σε μεταβλητούς αλγόριθμους που λαμβάνουν υπόψη τη ζήτηση, τις κριτικές των πελατών και τις εσωτερικές πολιτικές της πλατφόρμας, αφήνοντας τους εργαζόμενους οικονομικά απροστάτευτους. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται συστήματα παρακολούθησης και αξιολόγησης των εργαζομένων, δημιουργώντας κλίμα φόβου και εξαναγκασμού προς τους εργαζομένους.
Ως αποτέλεσμα, αναβιώνει μια ψηφιακή «φεουδαρχία», όπου ο χρήστης – εργαζόμενος είναι υπό τη σκεπή του «ψηφιακού φεουδάρχη» που καθορίζει πλήρως τους όρους της εργασίας, τα δικαιώματα και τις τιμές.
ΜΙΑ ΆΛΛΗ ΠΟΡΕΙΑ – ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΑΠΌ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
Απέναντι στη σαθρότητα του καπιταλιστικού συστήματος, οραματιζόμαστε έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της τεχνολογίας και της ανάπτυξης, βασισμένο στις αρχές της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της βιωσιμότητας. Στον σοσιαλισμό που αντιπαρατίθεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η τεχνολογία αλλάζει χαρακτήρα.
Κατ’ αρχάς τα τεχνολογικά αγαθά και οι υποδομές (δικτύωση, εξοπλισμός, ψηφιακές υπηρεσίες) γίνονται δημόσια αγαθά, διαθέσιμα σε όλους και όλες χωρίς να τίθεται ζήτημα οικονομικού αποκλεισμού. Η τηλεϊατρική, η εξ αποστάσεως εκπαίδευση και γενικότερα τα ψηφιακά εργαλεία θα σχεδιάζονται για να εξυπηρετούν τις πραγματικές ανάγκες και δε θα αξιοποιούνται από τους πολίτες με βάση την ικανότητα πληρωμής τους.
Συγχρόνως, η ανάπτυξη των τεχνολογικών εργαλείων θα γίνεται με βάση τις κοινωνικές ανάγκες και όχι το κέρδος. Οι προτεραιότητες στην έρευνα και την ανάπτυξη θα τίθενται από συλλογικές διαδικασίες. Τα προγράμματα χρηματοδότησης θα εστιάζουν σε έργα που βελτιώνουν την υγεία, την παιδεία, την ενεργειακή αυτάρκεια και την προστασία του περιβάλλοντος.
Επιπλέον, οι αυτοματισμοί και τα έξυπνα συστήματα, θα αξιοποιούνται για να απελευθερώσουν τον άνθρωπο από βαριά επαναλαμβανόμενα καθήκοντα (όπως αυτά που επιβάλλει το φορντικό μοντέλο) και για να μειώσουν τον συνολικό χρόνο της απαιτούμενης εργασίας. Ως αποτέλεσμα, η εργασία πλέον επαναπροσδιορίζεται ως μέσο αυτοπραγμάτωσης και κοινωνικής συμβολής και όχι ως αναγκαίο κακό για την επιβίωση.
Επίσης, οι αποφάσεις σχετικά με την τεχνολογική εξέλιξη γίνονται σε δημοκρατικές συνελεύσεις, με πλήρη δημόσιο έλεγχο των προγραμμάτων, των αποτελεσμάτων και των οικονομικών. Τα λογισμικά ανοικτού κώδικα (open source) και οι ανοικτές πλατφόρμες θα διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχουν «μαύρα κουτιά» που επιβάλλουν αθέατες πολιτικές προτεραιότητες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η τεχνολογία και η τεχνολογική ανάπτυξη δεν είναι ουδέτερη, αλλά όπως κάθε κοινωνικό φαινόμενο βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με την οικονομική βάση, δηλαδή αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και μπορεί ως κάποιο βαθμό να τις επηρεάσει. Στο πλαίσιο του καπιταλισμού οι τεχνολογικές καινοτομίες προσαρμόζονται στην αύξηση του κεφαλαίου, στη συγκέντρωση πλούτου και στην εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, διαμορφώνοντας ένα νέο καθεστώς «ψηφιακής φεουδαρχίας». Η ελευθερία του λόγου και η δημοκρατική συμμετοχή υπονομεύονται από αδιαφανείς αλγορίθμους, ενώ το περιβάλλον θυσιάζεται στο βωμό του βραχυπρόθεσμου κέρδους.
Μπροστά σε αυτή την πρόκληση, απαιτείται ένας ριζικός επαναπροσδιορισμός: να μετατραπεί η τεχνολογία σε δημόσιο αγαθό, να σχεδιαστεί με κοινωνικούς σκοπούς και οικολογική συνείδηση, να ενισχύσει τη συλλογική απελευθέρωση αντί να επιτείνει τη χειραγώγηση. Μόνο τότε μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματική πρόοδο: μια κοινωνία όπου η τεχνολογία υπηρετεί τους πολλούς, όχι τους λίγους, όπου η καινοτομία ανοίγει δρόμους αυτοδιάθεσης και αλληλεγγύης, και όχι νέες μορφές εκμετάλλευσης και αποκλεισμού.